- ὑπόχυσις
- ὑπόχυσιςcataractfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑποχύσει — ὑπόχυσις cataract fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποχύσεϊ , ὑπόχυσις cataract fem dat sg (epic) ὑπόχυσις cataract fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχύσεις — ὑπόχυσις cataract fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόχυσις cataract fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχύσεσι — ὑπόχυσις cataract fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχύσεσιν — ὑπόχυσις cataract fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόχυσιν — ὑπόχυσις cataract fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποχυτήρ — ῆρος, ὁ, Α δοχείο για την έγχυση λαδιού σε λύχνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποχέω (πρβλ. ὑπόχυσις) + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek
υπόχυση — η / ὑπόχυσις, ύσεως, ΝΜΑ [ὑποχέω] ιατρ. ὑπόχυμα* … Dictionary of Greek
ὑποχύσεων — ὑποχύσεω̆ν , ὑπόχυσις cataract fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχύσεως — ὑποχύσεω̆ς , ὑπόχυσις cataract fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)